- περικάθαρμα
- τὸ, Α [περικαθαίρω]1. καθαρμός, εξάγνιση2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα τής κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικάθαρμα — expiation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθαρμάτων — περικάθαρμα expiation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικαθάρματα — περικάθαρμα expiation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՋՆՋԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա.գ. περικάθαρμα purgamentum. Ձորձ կամ կապերտ անպէտ՝ որ վարի ʼի պէտս ջնջելոյ զազաս. ջնջարան. ջնջոց. առիթ եւ պատճառ ջնջման. ջնջիչ. մաքրիչ. սրբիչ. *Ջնջան լինի արդարոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)